Μέχρι το 13° αιώνα μ.Χ η ονομασία, της ήταν « Ερμιών », ενώ τον 14° αιώνα παίρνει την ονομασία «Καστρί» από το τείχος που υπήρχε στο Μπίστι. Υπάρχουν πολλές εκδοχές για την προέλευση του ονόματος της:
- Από τον Ερμίωνα τον εγγονό του βασιλιά του Αργούς Φωρονέα που θεωρείται ο πρώτος οικιστής της .
- Από τη σύζυγο του Ορέστη, Ερμιόνη, κόρη του Μενέλαου και της ωραίας Ελένης που ήταν η πρώτη βασίλισσα του τόπου μας . Ο μεγάλος τραγικός ποιητής ο Σοφοκλής είχε γράψει μία τραγωδία με το όνομα «Ερμιόνη» . Οι Λακεδαιμόνιοι είχαν αφιερώσει ανδριάντα στους Δελφούς για την πανέμορφη βασίλισσα Ερμιόνη και ο Όμηρος θεωρούσε την ομορφιά της ισάξια με της Αφροδίτης.
- Από τους δύο όρμους της που τους επισκέφθηκαν ο Δίας και η Ήρα επιστρέφοντας από την Κρήτη.
Χτισμένη και ξαναχτισμένη στο ίδιο μέρος, κατοικείται σχεδόν και χωρίς διακοπή τουλάχιστον από το 3000 π.Χ.. Ο Όμηρος στις αναφορές του, μεταξύ άλλων στην Ιλιάδα αναφέρει τη συμμετοχή της στον Τρωικό πόλεμο. Γνώρισε μεγάλη ακμή από τον 5ο αιώνα π.Χ. Στην ανάδειξή της σε σημαντική πόλη της αρχαιότητας συνετέλεσε εκτός – από τη γεωργία, την ναυπηγική και την αλιεία ,ο πλούτος στις ακτές της ενός σημαντικού είδος οστράκου, της πορφύρας. Οι Ερμιονείς με ειδική επεξεργασία αυτής παρήγαγαν το πορφυρό (κόκκινο χρώμα) που χρησιμοποιούσαν οι βασιλείς, μεταξύ αυτών και ο Μέγας Αλέξανδρος, ως βαφή των χιτώνων τους. Επιβεβαίωση του πλούτου τους αποτελούν τα ευρήματα νομισμάτων από ασήμι και μπρούτζο που απεικονίζουν τη θεά της γεωργίας Δήμητρα, που χρονολογούνται το 550 π.Χ. Η ιστορία της Ερμιόνης την περίοδο αυτή ακολουθεί την πορεία των άλλων γειτονικών πόλεων, της Επιδαύρου και της Τροιζήνας. Μετέχει στους Μηδικούς πολέμους και οι Ερμιονείς βοηθούν στην τείχιση του Ισθμού. Στη ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 π.Χ. μετέχει με 3 πλοία . Στη μάχη των Πλαταιών το 479 π.Χ η Ερμιόνη στέλνει 300 οπλίτες . Το 435 π.Χ στη ναυμαχία κοντά στη Λευκίμη η Ερμιόνη συμμετέχει με 1 πλοίο . Την ακμή της επιβεβαιώνει η ύπαρξη πολλών μουσικών διδασκάλων ανάμεσα στους οποίους ο σπουδαίος διθυραμβιστής Λάσος, διδάσκαλος του Πινδάρου.
Στα χρόνια της Ρωμαϊκής εποχής γνωρίζει μεγάλη άνθιση. Τελειοποιείται το υδραγωγείο το οποίο μετέφερε το νερό σε διάσπαρτες πελεκητές στο βράχο στέρνες και ύδρευε ολόκληρη την τότε πολυάριθμη πολιτεία. Ο περιηγητής Παυσανίας που την επισκέφθηκε τον 2ο μ.Χ. αιώνα περιγράφει με θαυμασμό τους πλούσιους ναούς, τις γιορτές, τους μουσικούς και κολυμβητικούς αγώνες που της έδιναν ξεχωριστή λαμπρότητα. Συνεχίζοντας την πορεία της στην ιστορία η Ερμιόνη έχει να παρουσιάσει δείγματα Βυζαντινής κυριαρχίας και ανάπτυξης.
Στην Ν. Ανατολική πλευρά του σημερινού Δημαρχείου ανακαλύφθηκε μεγάλη παλαιοχριστιανική Τρίκλιτος Βασιλική εκκλησία, με σπουδαία ψηφιδωτά δάπεδα, γεγονός που επισημαίνει την ύπαρξη πρώιμης χριστιανικής λατρείας και την επικράτηση αυτής σε όλη την περιοχή. Οχυρωμένη με τείχη κατασκευασμένα πάνω σε λείψανα αρχαίων κτισμάτων εμφανίζεται στα χρόνια της Φραγκοκρατίας η Ερμιόνη και παίρνει το όνομα ¨Καστρί¨. Μετά από ισχυρή αντίσταση πέφτει στα χέρια των Τούρκων. Επιζεί στην Τουρκοκρατία χάρη στην ισχυρή ναυτιλία της και συμμετέχει με αξιόλογο σώμα ερμιονιτών σε πολλές μάχες του απελευθερωτικού αγώνα. Σε κάθε ιστορική στιγμή λοιπόν η Ερμιόνη έκανε αισθητή την παρουσία της φτάνοντας ως τις μέρες μας μεταφέροντας ακέραιη την κληρονομιά της και διατηρώντας την αυθεντικότητα της.
Ιστορία
Η πόλη των Ερμιονέων ιδρύθηκε στο Ν.Α. άκρο της Αργολίδας το 2.800-2.300 π.Χ περίπου. Διατηρήθηκε στην ίδια πάντα τοποθεσία με τις ονομασίες, Ερμιών, Καστρί και κάτω Ναχαγιές.
Γνωστή στην ιστορία ως μέλος της Πελοποννησιακής Συμμαχίας, συμμετείχε στους Περσικούς πολέμους, κατελήφθη από τους Τούρκους (Οθωμανική Αυτοκρατορία)το 1537 μ.Χ. και απελευθερώθηκε μαζί με την υπόλοιπη Πελοπόννησο κατά την Επανάσταση το 1821 μ.Χ. Η Γ’ Εθνοσυνέλευση είναι γνωστή ως Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας κι όχι ως Ερμιονίδας επειδή οι εργασίες έληξαν στην Τροιζηνία, παρόλο που ο τόπος έναρξης ήταν η Ερμιόνη. Για ιστορικούς λόγους η Ερμιόνη έγινε Δήμος το 1994.
«Ερμιόνη δ’ εστίν των ουκ ασήμων πόλεων»!
Αναφέρει ο ιστορικός Στράβων για την πόλη που βρίσκεται στο νοτιοανατολικότερο άκρο της Αργολίδας και που η ιστορία της χάνεται στα βάθη των αιώνων: Χτισμένη και ξαναχτισμένη στο ίδιο μέρος, κατοικείται σχεδόν χωρίς διακοπή από το 3000 π.Χ. Ο Όμηρος στις αναφορές του, μεταξύ άλλων, στην Ιλιάδα αναφέρει την συμμετοχή της στον Τρωικό πόλεμο. Γνώρισε μεγάλη ακμή από τον 5ο αιώνα π.Χ. Στην ανάδειξη της σε σημαντική πόλη της αρχαιότητας συνετέλεσε -εκτός από τη γεωργία, τη ναυπηγική και την αλιεία- ο πλούτος στις ακτές της ενός μοναδικού είδους όστρακου, της πορφύρας. Οι Ερμιονείς, με ειδική επεξεργασία αυτής, παρήγαγαν το πορφυρό (κόκκινο χρώμα) που χρησιμοποιούσαν οι Βασιλείς, μεταξύ αυτών και ο Μέγας Αλέξανδρος, ως βαφή των χιτώνων τους. Επιβεβαίωση του πλούτου της αποτελούν τα ευρήματα νομισμάτων από ασήμι και μπρούτζο που απεικονίζουν τη θεά της γεωργίας Δήμητρα, που χρονολογούνται το 550 π.Χ. Την ακμή της επιβεβαιώνει η ύπαρξη πολλών μουσικών διδασκάλων, ανάμεσα τους ο σπουδαίος διθυραμβιστής Λάσος, διδάσκαλος του Πίνδαρου.
Στα χρόνια της ρωμαϊκής εποχής γνωρίζει μεγάλη άνθηση. Τελειοποιείται το υδραγωγείο, το οποίο μετέφερε το νερό σε διάσπαρτες πελεκητές στο βράχο στέρνες και ύδρευε ολόκληρη την τότε πολυάριθμη πολιτεία. Ο περιηγητής Παυσανίας, που την επισκέφθηκε τον 2ο μ.Χ. αιώνα, περιγράφει με θαυμασμό τους πλούσιους ναούς, τις γιορτές, τους μουσικούς και κολυμβητικούς αγώνες που της έδιναν ξεχωριστή λαμπρότητα.
Συνεχίζοντας την πορεία της στην ιστορία η Ερμιόνη έχει να παρουσιάσει δείγματα Βυζαντινής κυριαρχίας και ανάπτυξης. Στη Ν. Ανατολική πλευρά του σημερινού Δημαρχείου ανακαλύφθηκε μεγάλη παλαιοχριστιανική Τρίκλιτος Βασιλική Εκκλησία, με σπουδαία ψηφιδωτά δάπεδα, γεγονός που επισημαίνει την ύπαρξη πρώιμης χριστιανικής λατρείας και τη επικράτηση αυτής σε όλη την περιοχή. Οχυρωμένη με τείχη κατασκευασμένα πάνω στα λείψανα αρχαίων κτισμάτων εμφανίζεται στα χρόνια της Φραγκοκρατίας η Ερμιόνη και παίρνει το όνομα «Καστρί». Μετά από ισχυρή αντίσταση πέφτει στα χέρια των Τούρκων. Επιζεί στην τουρκοκρατία χάρη στην ισχυρή ναυτιλία της και συμμετέχει με αξιόλογο σώμα Ερμιονιτών σε πολλές μάχες του απελευθερωτικού αγώνα. Σε κάθε ιστορική στιγμή λοιπόν η Ερμιόνη έκανε αισθητά την παρουσία της φτάνοντας ως τις μέρες μας μεταφέροντας ακέραιη την κληρονομιά της και διατηρώντας την αυθεντικότητά της.
Το 1834 ανακηρύχθηκε Δήμος και περιελάμβανε το θερμήσι, το Πλέπι, τη Σαμπάριζα το Μετόχι και την Μονή των Αγίων Αναργύρων. Το 1914 μετατράπηκε σε Κοινότητα, ενώ τον Ιούνιο του 1994 προάχθηκε ξανά σε Δήμο. Σήμερα μετά τη μεταρρύθμιση του «Καλλικράτη» είναι Δημοτική Κοινότητα του Δήμου Ερμιονίδας.
Ανέπτυξε λαμπρό πολιτισμό σε όλες τις ιστορικές περιόδους. Παρέμεινε ανεξάρτητη με ακμαία οικονομική και πολιτική δράση, λόγω της επεξεργασίας της πορφύρας και της στρατηγικής της θέσης.
Το πλήθος των αρχαίων ιερών, των εορτών, των αθλητικών κολυμβητικών, ιστιοπλοϊκών και μουσικών αγώνων φανερώνουν το φιλειρηνικό και φιλέορτο πνεύμα των Ερμιονέων.
Η Ερμιόνη εκτείνεται από τον λόφο του Πρώνα (Μύλων) ως το άκρο του πευκόφυτου Μπιστιού (Ουρά), που αποτελεί φυσική συνέχεια του υψώματος των Μύλων. Το Δυτικό τμήμα της είναι ο μοναδικός συνδετικός της κρίκος με την στεριά αφού οι άλλες τρεις πλευρές της σχηματίζουν απάνεμους και γραφικούς ορμίσκους.
Σε μικρή απόσταση από την Ερμιόνη βρίσκονται : η Βυζαντινή Μονή των Αγίων Αναργύρων, το φαράγγι του Καταφυκιού, η αρχαία πόλη των Αλιέων (Πορτοχέλι), η περιοχή της θερμησίας με τα ιερά του Διονύσου και της Δήμητρας και το προϊστορικό σπήλαιο του Φράχθι στην περιοχή του Μάσητα ( Κοιλάδα).
Πρόσωπα
Από την Ερμιόνη κατάγονταν ο αρχαίος μουσικός και ποιητής Λάσος που έζησε τον 6ο αιώνα π.Χ.
Ο Κηκείδης ή Κηδίδης άκμασε σε άγνωστη εποχή. Για τον Αριστοτέλη είναι από τους καλούς ποιητές ενώ αναφορά στο πρόσωπό του γίνεται και από τον κωμικό Κρατίνο. Ο κιθαρίστας Επικλής, είχε μεγάλη φήμη στην Αθήνα και τον προσκάλεσε ο τότε νέος και άσημος Θεμιστοκλής να τον διδάξει, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος. Ο Κυδίας ο Ερμιονεύς ήταν κιθαρωδός και ποιητής. Κατείχε περήφανη θέση ανάμεσα στους μουσουργούς, βάση αναφορών απ’ τον Πλάτωνα.
Συνδεδεμένα με την ιστορία της Ερμιόνης είναι και τα παρακάτω πρόσωπα:
- Νικόλαος Γαλάτης
- Αθανάσιος Κανακάρης
- Ιωάννης Μάλλωσης
Ιστορική αναδρομή στα Αρχαία χρόνια
Μυκηναϊκή εποχή
Το 13° αιώνα π.Χ ο Μυκηναϊκός πολιτισμός βρίσκεται στο «ζενίθ» της ακμής του και οι ηγεμόνες του σκέφτονταν να κατακτήσουν την Τροία , ώστε να μην υπάρχει άλλος εμπορικός ανταγωνιστής τους . Σ’ αυτό το κάλεσμα του Αγαμέμνονα ( 1193-1184 π.Χ ) ανταποκρίνεται και η Ερμιόνη με τις γύρω περιοχές – Μάσητα, Ασίνη και« Ηιών» – κάτω από την ηγεμονία του ήρωα Διομήδη. Ο Όμηρος δεν αναφέρει τον αριθμό των πλοίων , γεγονός όμως είναι, ότι η Ερμιόνη παρουσιάζεται από τα πρώτα ιστορικά χρόνια , σαν ισχυρή ναυτιλιακή πόλη , που κατόρθωνε να διατηρεί την υπεροχή στην περιοχή.
Αρχαϊκή εποχή
Κατά την περίοδο αυτή αναπτύσσονται οι πόλεις – κράτη. Η Ερμιόνη με τα δύο λιμάνια , τους Αλιείς (Πορτοχέλι) και το Μάσητα (Κυιλαόα), μαζί με την Τροιζήνα κατέχουν το μονοπώλιο της ναυτικής και εμπορικής κίνησης στο Σαρωνικό . Η Ερμιόνη συνεργάζεται μαζί με το ισχυρό Αργός .
Η χρήση του Αργολικού αλφάβητου επικρατεί και η πόλη πυκνοκατοικείται. Οι κάτοικοι ασχολούνται με τη γεωργία , καλλιεργούν τα δημητριακά , που μαζί με το λάδι αποτελούν τα βασικά γεωργικά προϊόντα της περιοχής.
Κλασική εποχή (490/480-338 π.Χ)
Η ιστορία της Ερμιόνης την περίοδο αυτή ακολουθεί την πορεία των άλλων γειτονικών πόλεων , της Επιδαύρου και της Τροιζήνας . Στην ναυμαχία του Αρτεμισίου δε φαίνεται να στέλνει πλοία , όμως λίγους μήνες μετά, στη ναυμαχία της Σαλαμίνας , μετέχει με 3 πλοία . Στη μάχη των Πλαταιών το 479 π.Χ η Ερμιόνη στέλνει 600 οπλίτες . Το 435 π.Χ στη ναυμαχία κοντά στη Λευκίμη η Ερμιόνη συμμετέχει με 1 πλοίο .
Η κύρια ασχολία των κατοίκων της Ερμιόνης ήταν το ψάρεμα . Επίσης στα ρηχά σημεία του βορινού λιμανιού αλίευαν τις λεγόμενες «πορφύρες» , ένα οστρακοειδές που περιέχει μια χρωστική ουσία , κατάλληλη για την βαφή λινών υφασμάτων σε χρώμα πορφυρό . Οι Ερμιονείς την περίοδο εκείνη είχαν το μονοπώλιο της επεξεργασίας και εκμετάλλευσης της πορφύρας και για τούτο οι Αλιείς στο (Πόρτο Χέλι) τους παρέδιδαν το εμπόρευμα των οστρακοειδών που αλίευαν στην περιοχή τους . Η πόλη βρισκόταν αυτή την εποχή σε οικονομική άνθιση , λόγω των κερδοφόρων εργαστηρίων της πορφύρας που διέθετε. Ακόμη ψάρευαν και άλλα οστρακοειδή, που ονομάζονταν «κήρυκες» (κηρίριζες ) , από τα οποία έβγαζαν κάποια ύλη για να αλοίφουν τα «κηρύκεια» .
Την εποχή αυτή η Ερμιόνη ακολουθούσε το ισχυρό Αργός . Κατά την διάρκεια όμως του Πελοποννησιακού πολέμου (431-404 π.Χ) επαναστατεί κατά του Αργούς και συμμαχεί με τους Σπαρτιάτες , ενεργώντας πια σαν αυτοτελής πόλη . Έτσι καθιέρωσε την λατρεία του ιδιαίτερα τιμώμενου στη Λακωνία Υάκινθου και την λατρεία των Διόσκουρων . Το 430 π.Χ οι Αθηναίοι , σύμμαχοι του Αργούς , λεηλάτησαν τις παραθαλάσσιες πόλεις που είχαν συμμαχήσει με την Σπάρτη ( Τροιζήνα , Ερμιόνη , Αλιείς ) και η Ερμιόνη πληρώνει με καταστροφή τη συμπαράταξη της με τους Σπαρτιάτες .
Η Ερμιόνη ως κράτος αυτοτελές , είχε δικό της νόμισμα την περίοδο αυτή. Αργυρά και χάλκινα τέτοια νομίσματα υπάρχουν σε διάφορα μουσεία .
Σύντομη Επισκόπηση της Εκκλησιαστική Ιστορίας της Ερμιονίδος κατα τους πρώτους μ.Χ. αιώνες
Η Ερμιονίδα, επαρχία του νομού Αργολίδος, περιβρέχεται από τις θάλασσες του Αργολικού κόλπου προς το Νότο, του κόλπου της Ύδρας προς Ανατολάς και προς Βορρά συνορεύει με την Τροιζηνία με φυσικό όριο την οροσειρά των Αδέρων. Προς Δυσμάς χωρίζεται, από την επαρχία Ναυπλίας από το όρος Δίδυμο. Ο Δήμος της Ερμιόνης ή Καστρί, όπως ήταν γνωστή στην εποχή του 21, είναι χτισμένη πάνω στο ύψωμα Μύλοι και κατηφορίζει αμφιθεατρικά προς τους βαθείς όρμους πού το περιβάλλουν κι αποτελούν τα λιμάνια της, προχωρεί όμως και πάνω στη μακρόστενη βραχώδη γλώσσα γης πού ονομάζουν Αρβανίτικα «Μπίστι». Είναι αυτή ή προέκταση του υψώματος Μύλοι πού στήν αρχαιότητα ονόμαζαν όρος «Πρώνος» και «Αγιο Βασίλειο» στο Μεσαίωνα.
Τα ερείπια της αρχαίας Ερμιόνης, πού είδαν ο Στράβων και ό Παυσανίας, βρίσκονται σήμερα μέσα και γύρω στη σύγχρονη πόλη. Άλλα λείψανα Παλαιοχριστιανικά και Βυζαντινά μαρτυρούν μία μακραίωνη κι αδιάσπαστη οικιστική συνέχεια του ιστορικού αυτού χώρου. Τρία χιλιόμετρα προς τα νότια της Ερμιόνης και ένα χιλιόμετρο δυτικά από τό κέντρο του δρόμου Κάπαρι είναι χτισμένο το μοναστήρι των ‘Αγ. Αναργύρων.
Η πρώτη αναφορά για τήν Ερμιόνη βρίσκεται στον Όμηρο, (Ιλιάς Β, 560), μαζί μέ την Ασίνη: «Ερμιόνην, ‘Ασίνην τε βαθύν κατά κόλπον έχουσας». Οι δύο αυτές πόλεις εκστρατεύουν για την Τροία κάτω από την ηγεμονία του ήρωα Διομήδη αλλά δεν γνωρίζουμε με πόσα πλοία. Γύρω στον 8ο αιώνα οι Δρύοπες, μία άγρια πολεμική φυλή, διωγμένοι από την κοιτίδα τους στην κοιλάδα του Σπερχειού από τους Δωριείς, κατακλύζουν την περιοχή. Ή Ερμιόνη και ή Ασίνη από τότε ονομάζονται Δρυοπικές. Πιστεύεται μάλιστα ότι οι Δρύοπες έκαναν την Ερμιόνη πρωτεύουσα της συμπολιτείας τους της Αργολίδας και κέντρο της Δρυοπικής λατρείας της Χθόνιας Δήμητρας. Έναναιώνα περίπου αργότερα οι Δωριείς του Άργους γίνονται κύριοι, της περιοχής χωρίς πόλεμο.
Στους Μηδικούς πολέμους οι Ερμιονείς βοήθησαν στην τείχιση του Ισθμού και αγωνίστηκαν στη Σαλαμίνα με 3 πλοία και στις Πλαταιές με 300 άντρες. “Έτσι ξεσήκωσαν το εκδικητικό μένος του Άργους πού διεκδικούσε κυριαρχικά δικαιώματα πάνω τους. Ή Ερμιόνη και άλλες πόλεις της περιοχής υποτάσσονται βίαια και οι κάτοικοι τηςΚάτω Πόλεως υποχρεώνονται να μετοικήσουν. Ήταν επόμενο στον Πελοποννησιακό πόλεμο να επαναστατήσει ή Ερμιόνη κατά του Άργους και να μπει στοναγώνα στο πλευρό της Σπάρτης. Στα430 οι Αθηναίοι λεηλατούν τα παράλια της. Κατά τους Μακεδονικούς χρόνους ή Ερμιόνη συμμερίζεται τις περιπέτειες της Αχαϊκής συμπολιτείας. Βρίσκεται όμως σε ακμή. Στα 146 π.Χ. ή περιοχή υποτάσσεται στη Ρώμη μαζί με όλη την Ελλάδα. Από το 144 π.Χ. και για εβδομήντα εφτά χρόνια τα παράλια της Ερμιονίδας και ή πόλη δοκιμάζονται από επιδρομές Κιλίκων πειρατών, πού λεηλατούν ως και τα Ιερά της Δήμητρας. Μόνο μετά την αποκατάσταση της ειρήνης από τον Πομπήιο στη Μεσόγειο ή περιοχή αρχίζει να συνέρχεται οικονομικά. Γύρω στα 35 μ.Χ. ο Στράβων τη βρίσκει να ακμάζει πάλι: «Των ουκ ασήμων πόλεων», γράφει.
Ο Παυσανίας πού είδε την πόλη στο2ο μ.Χ. αιώνα, γράφει στα «Κορινθιακά» του, (Παρ. 34-35), γύρω στα 160 μ.Χ. ότι στην παλιά Ερμιόνη, χτισμένη στοακρωτήρι, βρίσκονταν ακόμη μερικά Ιερά, όπως του Ποσειδώνα, της Αθήνας, του Ήλιου, των Χαρίτων, του Σαράπιδοςκαι της Ίσιδος καιχώρος περιφραγμένος με μεγάλες απελέκητες πέτρες όπου τελούνταν τα Μυστήρια της Δήμητρας. Τέλος τα ερείπια ενός σταδίου. Πότε άρχισε ή διάδοση του Χριστιανισμού στην Αργολίδα και Ερμιονίδα δεν είναι εξακριβωμένο. Φαίνεται ότι θα καθυστέρησε, γιατί οι αρχαίες πόλεις της περιοχής, Μυκήνες, Άργος, Ναύπλιο, Επίδαυρος, Ερμιόνη ήσαν ” κατείδωλες “, όπως λέει ο Απόστολος Παύλος για την Αθήνα, γεμάτες από ναούς και δωμούς ειδωλολατρικούς, κι έτσι θα ήταν δυσχερής ή ταχεία επικράτηση της νέας θρησκείας.
Μετά την υποδούλωση της Ελλάδος από τους Ρωμαίους (146 π.Χ) και ιδιαίτερα από την εποχή του Αυγούστου (63 π.Χ -14 μ.Χ) περί το 27 π.Χ ή περιοχή πού περιελάμβανε ολόκληρη την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα μέχρι τη Θεσσαλία έγινε επαρχία Ρωμαϊκή (ή έδβόμη) και πήρε το όνομα Αχαΐα με διοικητική πρωτεύουσα την Κόρινθο. Για την εξάπλωση της Χριστιανικής θρησκείας στην Αργολίδα-Ερμιονίδα μεγάλη πρέπει να ήταν ή συμβολή της Εκκλησίας της Κορίνθου πού ιδρύθηκε το 52 μ.Χ. από τον Ίδιο τον Απόστολο Παύλο. Είναι ή πρώτη συστηματικά οργανωμένη εκκλησία ή οποία περιλάμβανε τους Χριστιανούς όλης της Αχαΐας.
Ό Απόστολος Παύλος τη Β’ προς Κορινθίους επιστολή του την απευθύνει “τη εκκλησία του θεού τη ούση εν Κορίνθω· συν τοις άγίοις τοις ούσιν εν όλη τη Αχαΐα” προς τους Χριστιανούς πού βρίσκονται σ’ όλη την Αχαΐα. Κι έτσι ή Κόρινθος, εκτός από διοικητική πρωτεύουσα, έγινε και ή πρώτη εκκλησιαστική μητρόπολη ολόκληρης της Αχαΐας με επί κεφαλής Επίσκοπο. Κατά τους τρεις πρώτους μ.Χ αιώνες και ενώ ακόμη διετηρείτο ζωντανή ή ειδωλολατρία, ό Χριστιανισμός διαδόθηκε σε πολλές πόλεις της Πελοποννήσου, όπου δημιουργήθηκαν Χριστιανικές ομάδες οι λεγόμενες “παροικίες” και οργανώθηκαν εκκλησιαστικές “επισκοπές” με επί κεφαλής ξεχωριστό επίσκοπο στην κάθε μια. Η επικράτηση του Χριστιανισμού κατά τα τέλη του 4ου αιώνα και τις αρχές του 5ου και ή λειτουργία των εκκλησιαστικών επισκοπών σε διάφορες πόλεις της Πελοποννήσου επιβεβαιώνονται και από τα ερείπια των παλαιοχριστιανικών Βασιλικών πού βρέθηκαν σ’ αυτές.
Για τις παλαιοχριστιανικές αυτές Βασιλικές ό καθηγητής Γ.Α. Σωτηρίου γράφει: “Ή άκριβής χρονολογία της ιδρύσεως αυτών κατά το πλείστον ελλείπει· δυνάμεθα εν τούτοις εκ της μορφής και της εξελίξεως του αρχιτεκτονικού των σχήματος και της τεχνοτροπίας των γλυπτών και των μωσαϊκών των δαπέδων να είπωμεν ότι όλίγαι ανάγονται εις τον 4ον αιώνα. Η μεγάλη οικοδομική ορμή παρατηρείται κατά τον 5ον αιώνα εις όν ανάγεται ό μεγαλύτερος αριθμός των αναγραφομένων ενταύθα Βασιλικών, είτα δε και εις τον 6ον αιώνα ήτοι την εποχήν του Ίουστιανιανού. Κατά τα τέλη του 6ου και μέχρι των μέσων ίσως του 7ου αιώνα έχομεν μάλλον επισκευές Βασιλικών του 5ου αιώνα”.
Ιδιαίτερη σημασία για την εκκλησιαστική ιστορία της Ερμιόνης έχει και ή μεγάλη παλαιοχριστιανική Βασιλική πού βρέθηκε στη Ν.Α πλευρά του δημοτικού σχολείου της Ερμιόνης.
Η ανασκαφή έγινε το 1955-1956 από τον αρχαιολόγο-αρχιτέκτονα Ευστάθιο Στίκα, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύθηκαν στα “Πρακτικά της εν Αθήναις αρχαιολογικής Εταιρείας” των ετών 1955-56. Το έτος 1934, είχε αποκαλυφθεί τυχαίως το κατώφλι της εισόδου της εκκλησίας, αποτελούμενο από μεγάλες ορθογώνιες πέτρες, λείες από την πολλή χρήση, οι όποιες, κατά τη γνώμη του καθηγητή Άναστ. Όρλάνδου, ανήκαν σε αρχαίο ναό άπ’ όπου μεταφέρθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν στη θέση πού βρέθηκαν. Όταν το 1955 αποκαλύφθηκαν, και πάλι τυχαίως από τους μαθητές του σχολείου, τα μωσαϊκά δάπεδα, τότε άρχισε ή συστηματική ανασκαφή και αποκαλύφθηκε ή μεγάλη παλαιοχριστιανική τρίκλιτος Βασιλική της Ερμιόνης μήκους 40 μ. και πλάτους 17,60 μ.
Ή Βασιλική αποτελείτο:
- από μεγάλη υπαίθρια αυλή της οποίας μεγάλο μέρος καταλαμβάνει μεγάλη όρθογωνική δεξαμενή.
- από το Νάρθηκα.
- από τον κυρίως τρίκλιτο ναό με ημικυκλική κόγχη ιερού προς ανατολάς.
Πολλά μέρη των δαπέδων της εισόδου του Ναού, του νάρθηκα και του κυρίως ναού ήσαν στολισμένα με ψηφιδωτά πού παρίσταναν ζώα, πτηνά, φυτά, γεωμετρικά σχήματα ωραίας τέχνης. Σημασία μεγάλη, νομίζω, έχει ή επιγραφή πού βρέθηκε στο ψηφιδωτό δάπεδο της Ν.Δ εισόδου της Βασιλικής ή οποία λέγει:
“Επί του θεοφιλ(εστάτου) επισκόπου) ημών Έπιφανίου άνενεώθ(η) τό έργον”.
Κατά τη γνώμη των αρχαιολόγων, από την τεχνοτροπία των ψηφιδωτών φαίνεται ότι ή ίδρυση του ναού ανάγεται στον 6ο αιώνα και ή ” ανανέωση του έργου” για το όποιο ομιλεί ή επιγραφή, σύμφωνα με τις θεματικές παραστάσεις των ψηφιδωτών της εισόδου, έγινε μεταγενέστερα ίσως τον 7ο μ.Χ αιώνα. Είναι ή εποχή των επισκευών και ανανεώσεων των Βασιλικών του 5ου μ.Χ. αιώνα. Προσκολλημένο στη βόρεια πλευρά της Βασιλικής βρέθηκε μεγάλο κτιριακό συγκρότημα αποτελούμενο από πολλά διαμερίσματα, πού κατά πάσαν πιθανότητα χρησίμευε ως κατοικία του επισκόπου. Από την ανακάλυψη της Βασιλικής της Ερμιόνης βγαίνουν τα εξής συμπεράσματα:
- Ή ύπαρξη και λειτουργία μιας τόσο μεγάλης εκκλησίας κατά τον 6ο αιώνα στην Ερμιόνη σημαίνει ότι ή Χριστιανική θρησκεία θα είχε πολύ ενωρίτερα διαδοθεί εκεί, και θα είχε πλήρως επικρατήσει και
- Ή επιγραφή ομιλεί περί “επισκόπου”, γεγονός πού σημαίνει ότι υπήρχε στην Ερμιόνη οργανωμένη εκκλησιαστική κοινότητα “παροικία” με επώνυμο επίσκοπο.
Το επισκοπικό αξίωμα είναι θεσμός παλαιότατος της εκκλησιαστικής διοικήσεως ιδρυμένος από τους Αποστόλους. Στην αρχή ό Επίσκοπος προΐστατο μόνο της πόλεως στην οποία διέμενε και πού αυτή αποτελούσε τη μόνη περιοχή της δικαιοδοσίας του. Έτσι εξηγείται ή ύπαρξη Επισκοπής στην Ερμιόνη και “ό θεοφιλέστατος επίσκοπος αυτής Επιφάνιος”. Ότι κατά τους πρώιμους Χριστιανικούς αιώνες ήκμαζε ή Χριστιανική θρησκεία στην Ερμιόνη αποδεικνύεται από την ύπαρξη και άλλων ψηφιδωτών της ιδίας εποχής (6ος αιών.) τα οποία βρέθηκαν σε αυλές σπιτιών της Ερμιόνης, όπως το αρίστης τέχνης ψηφιδωτό στην αυλή της οικίας Αικ. Μεϊντάνη στο όποιο εικονίζονται ζώα (ελάφια, παγώνια) σε ζωντανή κίνηση μέσα σε πλούσια βλάστηση. Υπάρχουν και άλλα ψηφιδωτά εγκατεσπαρμένα σε διάφορα σημεία της πόλεως εκτός εκείνων πού βρέθηκαν και καταστράφηκαν κατά την οικοδόμηση σπιτιών.
Δείγμα πρωίμου χριστιανικής, λατρείας στην Ερμιόνη πρέπει να είναι και το μόλις σωζόμενο υπόλειμμα αψίδος Χριστιανικού ναού επάνω στα θεμέλια του έκατόμπεδου ναού της Αθηνάς εις το Ποσείδιον (Μπίστι) το όποιον αποκάλυψε με τις ανασκαφές του ό Φιλαδελφεύς τό 1909. Ο ναός στην Πλατεία του Μπιστιού Ερμιόνης, του οποίου σώζεται μόνο η αψίδα και ορισμένα αρχιτεκτονικά μέλη που συγκέντρωσε ο Φιλαδελφεύς κατά την ανασκαφή του χώρου και το καθάρισμα της ευθυντηρίας του αρχαίου ναού του Ποσειδώνα. Κατά τη McAllister ο βυζαντινός ναός απλωνόταν βόρεια και νότια, πέρα από τη γραμμή της αψίδας, σ’ όλο το πλάτος της ευθυντηρίας. Ως εκ τούτου οι διαστάσεις του ήταν 30 Χ 16.25 μ.
Μέσα στον οικισμό της Ερμιόνης έχουν βρεθεί πολλά ψηφιδωτά δάπεδα αυτής της περιόδου και πολλοί λένε ότι τα ευρεθέντα, νότια του παλαιού φαρμακείου του Αγγέλου Παπαμιχαήλ, ανήκαν σε μεγάλο ναό του Αγίου Βασιλείου. Φαίνεται λοιπόν ότι από τα χρόνια του αυτοκράτορα Θεοδόσιου του Μεγάλου και μετά, στην Ερμιόνη κτίστηκαν πολλοί χριστιανικοί ναοί στα δάπεδα των αρχαίων και πολλά αρχιτεκτονικά μέλη ξαναχρησιμοποιήθηκαν. Μάλλον τότε πρέπει να φτιάχτηκε και το δυτικό τείχος του Μπιστιού, ώστε ν’ αποκτήσει η πόλη που ήταν το κέντρο της περιοχής μικρό κάστρο. Επειδή όμως τα περισσότερα υλικά είχαν δεσμευθεί στο κτίσιμο των χριστιανικών ναών, συγκέντρωσαν οι κάτοικοι ό,τι είχε απομείνει από το ναό του Ποσειδώνα και κυρίως τους μεγάλους λατυποπαγείς σπονδύλους των κιόνων του περιστυλίου, γιατί τα μπλόκια του σηκού και τα ασβεστολιθικά των βαθμίδων μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στο νέο ναό. Συγκέντρωσαν και όσες βάσεις αγαλμάτων και αφιερωμάτων είχαν απομείνει στο ναό της Χθόνιας, στον Πρώνα και στο χώρο της αρχαίας αγοράς και που φαίνεται ότι δεν τις προτιμούσαν στην ανέγερση των χριστιανικών ναών λόγω των επιγραφών που έφεραν, και με αυτές έφτιαξαν τη βάση του κάστρου. Από τον 8ο μ.Χ αιώνα ή Ερμιόνη υπαγόταν εκκλησιαστικώς στη Μητρόπολη Άργους-Ναυπλίου.
Από την κυρίως όμως αυτή Βυζαντινή περίοδο δεν έχουμε καμιά μαρτυρία ούτε ιστορική ούτε αρχαιολογική.
Η Φραγκοκρατία στην Ερμιονίδα 1212 – 1391 μ.Χ
Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας ή Ερμιονίδα, πού περιλάμβανε τότε τα δυο ισχυρά κάστρα, το Θερμήσι (ονομαστό για τις αλυκές του) και το Καστρί (Ερμιόνη), παρακολουθεί την ιστορία της Ναυπλίας.
Οι Φράγκοι μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως τό 1204 μ.Χ. με αρχηγό έναν από τους αρχηγούς της Δ’ Σταυροφορίας, το Βονιφάτιο το Μομφερατικό, κατέρχονται από τη Μακεδονία προς τη νότια Ελλάδα και την Πελοπόννησο. Ή προσπάθεια του άρχοντα του Ναυπλίου Λέοντος του Σγουρού να αναχαιτίσει την προέλαση τους δεν έφερε αποτέλεσμα. Έτσι οι Φράγκοι το 1209 μ.Χ. καταλαμβάνουν την Κόρινθο, το 1210 το Άργος και το 1212 μ.Χ. το Ναύπλιο. Από το έτος αυτό (1212) αρχίζει ή Φραγκοκρατία στην Αργολίδα-Ναυπλία-Ερμιονίδα.
Ό Φράγκος κατακτητής Γοδεφρείδος Βιλλαρδουίνος, πού διαδέχθηκε τον φονευθέντα σε μάχη κατά των Βουλγάρων το 1207 μ.Χ. Βονιφάτιο, παραχώρησε τη διοίκηση της Ερμιονίδας στο μέγα Δούκα των Αθηνών, Γάλλο ηγεμόνα Όθωνα Δελαρός. Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας στην Ερμιονίδα και κατά το έτος 1245 μ.Χ. κτίζεται μεταξύ Ερμιόνης και Κρανιδίου στη θέση “Πικροδάφνη” ή μικρή σταυρεπίστεγος εκκλησία της Αγίας Τριάδας. Το αξιόλογο αυτό Βυζαντινό μνημείο πρώτος στα 1926 το μελέτησε ό καθηγητής Γ.Α. Σωτηρίου και δημοσίευσε σχετική μελέτη με τίτλο “Άγια Τριάς Κρανιδίου” στην επετηρίδα Βυζαντινών Σπουδών 1926 τ. Γ’ σελ. 193-205. Στο νότιο εσωτερικό τοίχο της εκκλησίας διασώθηκε επιγραφή σχετική με την ίδρυση και την τοιχογράφησή της. Ή επιγραφή λέει:
Άνεκτίσ(θη) εκ βάθρων καί άνεζωγραφίσ(θη) (δια έ)ξόδ(ου) και μισθωαποδοσίας Κυρού Κ(ύρ) Μαν(ουήλ) Μουρμουρά καί Θεοδώρ(ας) της αυτού γαμε(τής) και των τέκν(ω)ν αυτών εις λύτρον καί αφεσ(ι)ν των αμαρτιών αυτών. Δια χειρός δε καμού Ίω(άννου) του καί άναστηλώσαντος τάς σεπτάς εικόνας ταύτ(ας εκ) μεγαλοπόλε(ως) Άθην(ών) Ό(κ)τωβ(ρ)ή(ω) ι’ έ(τους) ώ, ψνγ. (6753-5508) = 1245 μ.Χ.
«Κατά την έπιγραφήν ταύτην, γράφει ό Γ.Α. Σωτηρίου, το ναΰδριον τούτο ιδρύθη δαπάναις άρχοντος πιθανώτατα της περιοχής εκείνης καλουμένου Μανουήλ Μουρμουρά, μη μαρτυρουμένου αλλοθεν, καθ’ όσον τουλάχιστον γνωρίζω, και έκοσμήθη δια τοιχογραφιών, υπό του Αθηναίου ζωγράφου Ιωάννη το 1245 μ.Χ.”. Και σε υποσημείωση ο Γ.Α. Σωτηρίου συνεχίζει:
“Ό άρχων Μουρμουράς είναι πιθανώτατα εις των Ελλήνων αρχόντων οίτινες αύτοβούλως προσεφέρθησαν να παραδώσωσι τα φρούρια Κορίνθου, Ναυπλίου, Μονεμβασίας, Αργους, λαβόντες την ύπόσχεσιν του σεβασμού υπό των Φράγκων, της θρησκείας και των ηθών των κατακτηθέντων. Είναι γνωστόν ότι υπό τους Φράγκους ή χώρα ήκμαζε, της παρακμής αρχομένης από του θανάτου του Γουλιέλμου Βιλλεαρδουίνου(1278)”.
“Ή ‘Αγία Τριάς Κρανιδίου” κατά τον Γ.Α. Σωτηρίου έχει μεγάλη σημασία για τη Βυζαντινή τέχνη. Γιατί από απόψεως ζωγραφικής “διασώζει πολύτιμα λείψανα Βυζαντινής ζωγραφικής των μέσων του 13ου αιώνα, προγενέστερα και των τοιχογραφιών της Αιγίνης και του Μυστρά”.
Από απόψεως Βυζαντινής αρχιτεκτονικής είναι το αρχαιότερο από τα Βυζαντινά μνημεία κτισμένο κατά τον απλό τύπο “των σταυρεπιστέγων βασιλικών” κατά τον οποίο εγκάρσια καμάρα διακόπτει την κατά μήκος καμάρα του ναού. Ό τύπος της σταυρεπιστέγου βασιλικής ήταν πολύ “διαδεδομένος εις μικρούς ναούς των Ελληνικών χωρών από τον 13ον αιώνα”. Οι τοιχογραφίες της εκκλησίας, ίσως από το χρόνο, ίσως και από άλλες αιτίες, έχουν υποστεί μεγάλη φθορά και καμία δεν σώζεται σήμερα ακέραια. Ή Ίδρυση της Αγίας Τριάδας φανερώνει ότι στα πρώτα χρόνια της Φραγκοκρατίας, η Ερμιονίδα θα ήκμαζε οικονομικώς και πολιτιστικώς.
Ενετοκρατία και Τουρκοκρατία στην Ερμιονίδα
Η Φραγκοκρατία στη Ναυπλία – Ερμιονίδα κράτησε από το 1212 ως το 1394 μ.Χ. Το 1389 μ.Χ. το Ναύπλιο και το 1394 ή Ερμιονίδα και τα κάστρα της, Θερμήσι και Καστρί περιέρχονται στην εξουσία των Ενετών κι έτσι αρχίζει ή λεγόμενη πρώτη Ενετοκρατία ή Βενετοκρατία πού κράτησε από το 1394 ως το 1540 μ.Χ. Κατά την χρονική αυτή περίοδο συνέβησαν μεγάλα ιστορικά γεγονότα: Οι Τούρκοι συνεχίζουν τις κατακτητικές επιτυχίες τους: Το 1453 κυριεύουν την Κωνσταντινούπολη, το 1456 την Αθήνα, το 1460 καταλύουν το Δεσποτάτο του Μωρέως καταλαμβάνοντας το Μυστρά και καταπατούν το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου. Ορισμένα μόνο κάστρα-πόλεις (Άργος, Ναύπλιο, Θερμήσι, Καστρί, Μεθώνη, Μονεμβασία) παραμένουν υπό την κυριαρχία των Ενετών.
Επίσης κατά το διάστημα αυτό (1394-1540 μ.Χ.) διεξήχθησαν τρεις μεγάλοι πόλεμοι μεταξύ Τούρκων και Ενετών, οι λεγόμενοι Ένετοτουρκικοί (Βενετοτουρκικοί) με μεγάλα διαστήματα ειρήνης. Στην ειρηνική περίοδο μεταξύ του δευτέρου και τρίτου Ένετοτουρκικού πολέμου 1500-1537 κτίσθηκε το καθολικό της Μονής των Αγίων Αναργύρων κατά τα συμπεράσματα του κ. Γ.Α. Προκοπίου. (12)Τό 1537 κηρύσσεται ό τρίτος μεταξύ Τούρκων και Ενετών πόλεμος. Ό Τούρκος διοικητής της Πελοποννήσου Κασσίμ πασάς, προσβάλλει πρώτα τα κάστρα της Ερμιονίδος, Καστρί και Θερμήσι. Το Καστρί, του οποίου τη φρουρά αποτελούσαν Έλληνες και Αρβανίτες με αρχηγούς τούς Ανδρόνικο, Νικόλαο, Θεόδωρο και Δημήτριο Παλαιολόγους, στην οικογένεια των οποίων είχε παραχωρηθεί το Καστρί ως φέουδο από το 1464, αμύνεται σθεναρά. Ή άμυνα του Καστριού κάμφθηκε όταν ό Κασσίμ διέταξε να κάψουν το κάστρο. Έτσι οι γενναίοι ύπερασπισταί προτίμησαν να γίνουν σκλάβοι παρά να καούν ζωντανοί. Μετά την πτώση του Καστριού παραδόθηκε και ή φρουρά του Θερμησιού. Έτσι ή Ερμιονίδα περί τα τέλη του Σεπτεμ6ρίου του 1537 μ.Χ. περιέρχεται στην εξουσία των Τούρκων. Φρικτό ήταν το τέλος των γενναίων Παλαιολόγων. Ό Κασσίμ τους οδήγησε στο Άργος όπου και τους αποκεφάλισε, όπως μας παραδίδει ό μητροπολίτης Μονεμβασίας Δωρόθεος στο έργο του “Σύνοψις ιστοριών αρχομένη από κτίσεως κόσμου μέχρι της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως και έπέκεινα”. Βενετία 1631. Μετά από πολύμηνη πολιορκία οι Τούρκοι κυριεύουν το Ναύπλιο και το 1540 μ.Χ. υπογράφεται ειρήνη στην Κωνσταντινούπολη με αποτέλεσμα οι Ενετοί να χάσουν τις κτήσεις τους στην Πελοπόννησο. Έτσι αρχίζει για τη Ναυπλία και την Ερμιονίδα ή λεγόμενη πρώτη Τουρκοκρατία από το 1540 ως το 1686.
Το 1685 αρχίζει ένας νέος Ένετοτουρκικός πόλεμος, ό έκτος κατά σειράν. Οι Ενετοί με αρχιστράτηγο το Φραγκίσκο Μοροζίνη, αφού κατέλαβαν πολλά κάστρα-πόλεις της Πελοποννήσου, κυριεύουν τέλος το Δεκ. 1686 τό Ναύπλιο και το Θερμήσι ύστερα από 146 χρόνων τουρκική δουλεία. Με την ανακατάληψη του Ναυπλίου το 1686 αρχίζει ή λεγομένη δευτέρα Ενετοκρατία ή οποία κράτησε μόνο 15 χρόνια. Οι εχθροπραξίες κράτησαν ως το 1699 οπότε υπογράφεται ή συνθήκη του Κάρλοβιτς (πόλη της Κροατίας) με αποτέλεσμα οι Ενετοί να αποκτήσουν τις παλιές τους κτήσεις στην Πελοπόννησο. Οι Τούρκοι το 1714 μ.Χ. κηρύσσουν τον τελευταίο πόλεμο κατά της Ενετίας και τον Ιούλιο του 1715 καταλαμβάνουν το Ναύπλιο.
Ή πτώση του Ναυπλίου έκρινε την τύχη ολοκλήρου της Πελοποννήσου, της οποίας ή λεγομένη δευτέρα τουρκική κατάκτηση ολοκληρώθηκε το Σεπτέμβριο του 1715, όταν έπεσε και το τελευταίο Ενετικό έρεισμα στην Πελοπόννησο, ή Μονεμβασία. Τον Ιούλιο του 1718 υπογράφεται ή συνθήκη του Πασάροβιτς (πόλη της Γιουγκοσλαβίας) με συνέπεια οι Ενετοί να χάσουν τις κτήσεις τους στην Πελοπόννησο. Οι συνέπειες του τελευταίου αυτού πολέμου ήσαν ολέθριες για τους δυο εμπολέμους. Εξ αιτίας του προκλήθηκαν καταστροφές και λεηλασίες στα Πελοποννησιακά μοναστήρια και ό Ορθόδοξος κλήρος είχε περιέλθει σε οικονομική εξαθλίωση.
Χρονολογικός πίνακας Ιστορικών Γεγονότων
- Ή Φραγκοκρατία 1212-1394 μ.Χ.
- Πρώτη Ενετοκρατία 1394-1540 μ.Χ.
- Πρώτη Τουρκοκρατία 1540-1686 μ.Χ.
- Δευτέρα Ενετοκρατία 1686-1715 μ.Χ.
- Δευτέρα Τουρκική κατάκτηση της Πελοποννήσου 1715-1717 μ.Χ.